θυμός

θυμός
-οῦ + N 2 34-34-118-72-74=332 Gn 27,44; 49,6.7; Ex 11,8; 15,8
soul Prv 6,34; spirit Lv 26,24; mind 2 Kgs 24,3; temper 2 Mc 4,25; sorrow Eccl 7,3; anger, wrath Gn
27,44; fury, rage Is 51,17; rage (of anim.) Prv 20,2; angry emotion 4 Mc 2,20; violence (metaph.) Jb 6,4;
poison Jb 20,16
ὀργὴ θυμοῦ anger of the heart Nm 12,9; θυμὸς ὀργῆς fierce anger 1 Sm 28,18; ἐν θυμῷ in a rage 2 Kgs 5,12; ὀργισθήσομαι θυμῷ I will be angry with all my heart, I will be very angry Ex 22,23; ὅτι ὑμεῖς ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα for you have turned judgement into poison Am 6,12
*Is 28,21 ὁ θυμός anger-עברה for MT עבדה work (double transl. of the Hebr.); *Zech 10,4 ἐν θυμῷ in anger-חמה/ל/מ for MT מלחמה (of) war; *Jb 13,13 θημοῦ anger-חמה for MT מה what; *Jb 31,11 θυμός anger-חרון for MT 31,10 עברה another
Cf. FLASHAR 1912 263-264; GRIBOMONT 1959, 86-87; HARLÉ 1988, 207-208

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… …   Православная энциклопедия

  • Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… …   Wikipédia en Français

  • Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… …   Wikipédia en Français

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”